:39:00
...να περιπλανιέσαι στις όχθες
του ποταμού για εκατό χρόνια.
:39:03
Κάτι σαν την κόλαση;
:39:09
Απλώς περιμένεις.
:39:13
Πριν πολύ καιρό, ο πατέρας μου
πήγε μια βόλτα στο ποτάμι.
:39:17
Είδε έναν γέρο Μεξικάνο
βαρκάρη ντυμένο με κουρέλια.
:39:22
Του έδωσε μια δεκάρα, πέρασε.
Δεν το πολυσκέφτηκε.
:39:26
Όταν γύρισε στο σπίτι,
έβαλε το χέρι στην τσέπη του...
:39:29
...κι έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα,
που δεν υπήρχε πριν.
:39:34
Ο μπαμπάς μου δε σταμάτησε
να σκέφτεται εκείνον τον γέρο.
:39:37
Πόσο φαγητό θα έπαιρνε
μ'εκείνο το νόμισμα.
:39:40
Την επόμενη μέρα,
πέρασε πάλι το ποτάμι.
:39:44
Του έδωσε το χρυσό νόμισμα.
:39:47
Ο γέρος τον ευχαρίστησε
και τον πέρασε απ'το ποτάμι.
:39:50
Γύρισε σπίτι, στην τσέπη του
είχε δυο χρυσά νομίσματα.
:39:56
Το ίδιο έγινε την επόμενη μέρα
και τη μεθεπόμενη.
:39:58
Πέντε νομίσματα,
Μετά δέκα, είκοσι, σαράντα.
:40:03
Αυτό γινόταν συνέχεια.
Οι τσέπες του γέμισαν.
:40:07
Μια μέρα, το ποτάμι στέρεψε
και ο βαρκάρης έφυγε και πάντα.
:40:13
Ο μπαμπάς μου είπε ότι
πίστευε πως ήταν ο Χάροντας...
:40:17
...και έδινε στους ζωντανούς
όσα έπαιρνε απ'τους νεκρούς.
:40:21
Γι'αυτό τα κράτησα τόσον καιρό.
Τα νομίσματα είναι καταραμένα.
:40:26
Είναι αυτά που έπρεπε
να πληρώσουν οι νεκροί.
:40:30
Αν αξίζουν τόσα πολλά, γιατί
δεν τα πουλάς να πλουτίσουμε;
:40:34
Έβαλα ενέχυρο ένα πέρσι
για να πάρω το στεισον-βάγκον.
:40:37
Είδες τι μπελάς ήταν.
Αποδεικνύει αυτό που είπα.
:40:41
Υπάρχουν δαίμονες.
:40:44
Κι έχουν αρρωστημένη
αίσθηση του χιούμορ.
:40:49
Φύγε τώρα.
Πήγαινε να πλυθείς.
:40:55
Γιατί ο Ντιλ πήγε στη φυλακή;